Της Πέλας Σουλτάτου
Το ζευγάρι αποταμίευε μανιωδώς. Η οικονόμα σύζυγος εφάρμοζε πιστά τις μεθόδους “φασούλι το φασούλι, γεμίζει το σακούλι”, “μάζευε κι ας είν’ και ρώγες” αλλά και τη χυδαία έκφραση “έκανα το σκατό μου παξιμάδι”, την οποία ασφαλώς θα πρέπει να είχε εμπνευστεί κάποιος που γνώριζε την μανδάμ.
Και έφτιαχνε γερό κομπόδεμα. Παράχωνε τα μασουράκια με τα χαρτονομίσματα και τα χρυσαφικά της σε πήλινο βάζο με τη σαφή αναγραφή “ζάχαρη” από μπροστά και “sugar” από πίσω -για τους αγγλομαθείς διαρρήκτες-, σε ένα παλιό τσόχινο πουκάμισο στον πάτο του καλαθιού με τα απλυτα, σε ένα άδειο κουτί απορρυπαντικού ρούχων και στην πατροπαράδοτη θυρίδα, κάτω από το στρώμα. Τις κρυψώνες των αποθεματικών καταθέσεων της Στίνγκη τις πληροφορηθήκαμε μερικά χρόνια αργότερα, όταν ένας επιδέξιος διαρρήκτης φρόντισε να τις ανακαλύψει και να τις ανακουφίσει από το περιεχόμενό τους, πράγμα που έστειλε με νευρικό κλονισμό το θύμα για ολιγοήμερη κούρα σε ψυχιατρική κλινική.
Πηγές των εσόδων ήταν η χρήση της σταθερής τηλεφωνίας, όπως προείπαμε, τα εργόχειρα και τα αυγά από το χωριό. Τα αυγά τα έστελνε ανελλιπώς η υπέργηρη μητέρα της, μολονότι πια η χοληστερίνη της μοναχοκόρης δεν επέτρεπε την κατανάλωσή τους. Αφού όμως οι κότες συνέχιζαν να γεννοβολούν, η γριά τσιγγουνευόταν να τα χαρίσει στους συγχωριανούς. Η Στίνγκη δεν είχε παιδιά ώστε να τα ταϊσει μελάτο αυγουλάκι. Οπότε, το κτηνοτροφικό προϊόν κατευθυνόταν στην αγορά. Ως σπάνιο και συνάμα περιζήτητο είδος, πουλιόταν σε διόλου ευκαταφρόνητο αντίτιμο. Το ένα αυγό πενήντα δραχμές, όσο δηλαδή κόστιζε η “Μανίνα”. Τα πέντε αυγά τα έδινε προσφορά διακόσιες δραχμές, όσο πουλιόταν ο “Ταχυδρόμος”.
Η - χωρίς- εγγόνια- γιαγιάκα τύλιγε τα αυγά σε εφημερίδες -ακούσια δωρεά- του γειτονικού σπιτιού. Για την ακρίβεια, σε ένα ρόλο μεταξύ ψαρά και ρακοσυλλέκτριας, αλίευε κάτω από το φεγγαρόφωτο τις εφημερίδες του γείτονα μέσα από νάυλον τσουβάλια γεμάτα σκουπίδια. Η χήρα, αναλφάβητη καθώς ήταν, δεν ωφελούσε να σπαταλήσει χρήματα για την έντυπη ενημέρωση. Αλλά και εγγράμματη να ήταν, θα την εμπόδιζε η παθολογική τσιγγουνιά της. Παρόλαυτα το λογότυπο του “Ριζοσπάστη”, της εφημερίδας που προμηθευόταν ως συνδρομητής ο κομμουνιστής γείτονας, ήταν απολύτως αναγνωρίσιμο. Έβγαζε φλύκταινες καθώς μάλασσε τα φύλλα της κουμουνιστοφυλλάδας για να προστατεύσει τα τσόφλια κατά τη διαδρομή τους με το “αγοραίον”. Ο οδηγός του επαρχιακού ταξί γνωρίζοντας πως η ηλικιωμένη ήταν εθνικόφρων δεν έχανε ευκαιρία να την πειράζει κάθε που έβλεπε το κουτί της μπεμπελάκ - κι αυτό ψαρεμένο από τα απορρίμματα- γεμάτο από ριζοσπαστικά αυγά, μία πολύ επικίνδυνη τροφή για μικρά παιδιά. Χάρη σε αυτά τα αυγά, τα οποία μας αηδίαζαν, το Μελισσάκι μπήκε πρώτη φορά τιμωρία.
Ένα βράδυ ανήμερα του Άι Γιαννιού, ανάψαμε φωτιές στη μέση του δρόμου, πετάξαμε μέσα στη φουφού τετράδια, σχολικά βιβλία, όσες αφίσες με σταρ και αυτοκόλλητα με ποδοσφαιριστές είχαμε διπλά και τριπλά και παλιές εφημερίδες και περιοδικά των γονιών μας. Πηδήσαμε από μια φορά ο καθένας τις φλόγες σαν τους αναστενάρηδες. Τα πιο μικρά τα βοηθούσαν οι γονείς, τα σήκωναν από τις μασχάλες, κι εμείς οι πιο μεγάλοι τα γιουχάραμε γιατί έκλεβαν. Έπειτα, αφού είχε σουρουπώσει για τα καλά, έβγαλαν τον Κλήδονα. Τα παλιά τα χρόνια είχαν ωραίες στάμνες όπου φύλασσαν το “αμίλητο νερό”, συναγμένο από τις ρεματιές ή τα πηγάδια, σκεπασμένο με ένα κόκκινο πανί. Εμείς είχαμε έναν κουβά για τη λάτρα του σπιτιού, απολυμασμένο με χλωρίνη, τον γεμίζαμε μέχρι τη μέση νερό από τη βρύση. Ρίχναμε μέσα ένα αντικείμενο, “το ριζικάρι”, συνήθως ένα φρούτο, γιατί οι μαμάδες δε μας άφηναν να ρίξουμε τα κοσμήματα ή τις βέρες τους, μην τα καταπιούμε πάνω στην αλλοφροσύνη μας. Τέλος, καλύπταμε τα χείλη του κουβά με πετσέτα του μπάνιου ή κανένα παλιό μακό τισέρτ. Αυτός ήταν ο Κλήδονας που κάποια νοικοκυρά αναλάμβανε να τον φυλάξει αποβραδίς και να δώσει σε ανύπανδρη Μαρία την άλλη μέρα να μας τον μεταφέρει αμίλητη πάντα. Εκείνη, βουτούσε μέσα πλαστικά κυπελλάκια και μας μοίραζε το “αμίλητο νερό”. Έπειτα μπουκώναμε μια γουλιά νερό και τριγυρνούσαμε στους γύρω δρόμους ώσπου να ακούσουμε κάποιο όνομα, το όνομα δηλαδή του μελλοντικού ή μελλοντικής συζύγου. Ήταν άθλος να παραμείνεις σοβαρός σε όλο αυτό το σκηνικό και να συγκρατηθείς ώστε να μην εκτοξευτεί το νερό μέσα από το στόμα σου σαν από τρύπιο λάστιχο ποτίσματος στα μούτρα του απεναντινού σου. Εκείνο το βράδυ λοιπόν που οι μισοί ήμαστε λυπημένοι γιατί δεν ακούσαμε κανένα όνομα και άρα θα μέναμε στο ράφι, κάναμε ένα κύκλο οι μαγκούφηδες και γεροντοκόρες του μέλλοντος, μαζί με τους περιχαρείς μελλόνυμφους, κι αρχίσαμε να λέμε ιστορίες.
Τότε ήταν που ο Νταβέλης, το σιχαμένο αρσενικό, σκαρφίστηκε το ψέμα πως η μπαμπόγρια η μάνα της Στίνγκη ταϊζει τα σκατά της στις κότες. Και φυσικά έγινε πιστευτό γιατί από τέτοιο αρχιτσουγγονόσογο όλα θα έπρεπε να τα περιμένεις. Προκειμένου να γλιτώσει τα έξοδα για πίτουρα, ικανή ήταν να ρίχνει αποξηραμένα κόπρανα στο κοτέτσι για να βοσκήσουν τα πουλερικά. Ερχόταν κατά καιρούς στην κόρη της και είχαμε την τιμή και τη χαρά να την γνωρίσουμε όλοι μας. Έτσι, κατάπιαμε αμάσητη την ψευτιά του Νταβέλη γιατί ήταν πιστευτή. Όλα τα παιδιά έγιναν από εκείνο το βράδυ σφοδροί πολέμιοι της συγκεκριμένης αυγοπαραγωγής, εκτός από μένα. Πρέπει να το πω και να το ομολογήσω τώρα στην αυτοβιογραφία μου. Εγώ το ρουφούσα το αυγουλάκι μου και ωμό μάλιστα γιατί είχα όνειρα εγώ, δεν ήμουν σαν τους άλλους. Είχα καλή φωνή, ήμουν και κουκλί ζωγραφιστό κι ήθελα εξάπαντος να γίνω πρώτο όνομα στο πεντάγραμμο. Δεν το είχα πει σε κανέναν όμως για να μη πάρουν στο ψιλό. Εντάχθηκα κανονικά στο κίνημα κατά της αυγοτροφής και ειδικά της στινγκοπαραγωγής, αλλά μέσα μου ήμουν αυγολάτρης. Και ίσως γι’ αυτό υπήρξα ο πιο χλιαρός υπερασπιστής της Μάγιας όταν τιμωρήθηκε για την αυγοβολή.
Η Πέλα Σουλτάτου είναι συγγραφέας, το κείμενο που διαβάσατε αποτελεί αποκλειστική προδημοσίευση στο GR80s από το αβάπτιστο ακόμα έργο μυθοπλασίας της που θα κυκλοφορήσει το 2017 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το έργο που διαδραματίζεται τις μέρες του καύσωνα του 1987 και ο τελευταίος δείχνει να πυροδοτούνται ιδιότυπες και ισχυρές μνήμες και μικροϊστορίες των ηρώων.
Το τελευταίο βιβλίο της, «Ανκόρ», εκδόθηκε το 2015 από τον ίδιο εκδότη.
(Φωτογραφία: Νίκος Μάρκου)