Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης διαβάζει Βακαλόπουλο, Ζέη, Βαλτινό, Eco, Semprún και Lacarrière, για τη βιβλιοθήκη της έκθεσης GR80s. H Ελλάδα του Ογδόντα στην Τεχνόπολη.
Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα:
Είναι ωραίο να μην λες τα δικά σου
Ίσως έχουν κουραστεί να νεύρα μου, αλλά αυτός ο τόπος με πνίγει. Αυτοί οι άνθρωποι, και τόσα αυτοκίνητα γύρω. Άμα πηγαίνω στο Λονδίνο ξεκουράζομαι. Στην Αμερική ξεκουράστηκα. Μου αρέσουν εκείνοι οι δρόμοι που είναι γεμάτοι δέντρα, θα μπορούσα να περπατάω με τις ώρες. Ίσως επειδή είμαι μακριά από τα προβλήματά μου. Μου αρέσει να βλέπω καινούργιες φυσιογνωμίες, καινούργια πράγματα. Με γοητεύουν οι ωραίες βιτρίνες. Όλα αυτά. Εδώ η επανάληψη με έχει εξοντώσει. Ανεβαίνεις Κολωνάκι, ψωνίζεις, βλέπεις τις ίδιες φάτσες σ’ αυτή την πλατεία που την ξέρω χρόνια. Χρόνια τις ίδιες φάτσες, βιδωμένες στις ίδιες καρέκλες. Με κουράζουνε, δεν τους θέλω και ξέρω ότι όλοι αυτοί ασχολούνται μαζί μου, όπως ασχολούνται με τον καθένα και τα λοιπά και τα λοιπά. Και όλα αυτά είναι ανυπόφορα. Μου αρέσει η ανωνυμότης. Μου αρέσει να κάτσω κάπου και να μου χαμογελάσει κάποια ή κάποιος. Σε ένα λεωφορείο∙ και να της πω ή να του πω αυτό και να μου πουν εκείνο. Πράγματα μικρά. Έστω καλημέρα. Αλλά εδώ δεν μπορώ να το κάνω, γιατί αν χαμογελάσεις σε έναν, θα νομίσει ότι κάτι γυρεύεις. Και οι γυναίκες σε κοιτάνε σα να θέλεις να τους πάρεις την τσάντα. Κάπως έτσι. Είναι φοβερό. Δεν έχουν αυτή την απλότητα. Έχουν κάποια φθήνια μέσα στα μάτια τους. Κοιτάνε πλάγια, κοιτάνε λοξά, κοιτάνε με κακία. Δεν μου αρέσουν. Δεν θα’ πρεπε όμως να λέω προσωπικά τέτοιου είδους. Πώς τα καταφέρνουν οι ξένοι να μιλάν με τις ώρες χωρίς ποτέ ν’ αναφέρουν δικά τους ζητήματα. Το έχεις προσέξει; Είναι ωραίο να μη λες τα δικά σου . Να τα κρατάς. Αλλά αν τα κρατάς κάποτε θα μαζευτούνε, θα σε γεμίσουν και στο τέλος θα σκάσεις.
Θανάσης Βαλτινός «Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο», εκδ. Στιγμή, 1985