Tου Κώστα Τσιαμπάου
Τον Ιανουάριο του 1980 ήμουν τριάμησι χρονών. Πριν λίγο καιρό είχαμε εγκατασταθεί στο νέο μας διαμέρισμα στο Παγκράτι με τους γονείς μου και την νεογέννητη αδερφή μου. Το ρετιρέ του 4ου ορόφου δεν είχε επιπλωθεί καλά-καλά γι αυτό μπορούσα και μεταφερόμουν με αστραπιαία ταχύτητα από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Πάνω στα κρύα γκρίζα μάρμαρα του καθιστικού ή τα ζεστά ξύλινα πατώματα των υπνοδωματίων, τρέχοντας με τα πόδια ή γλιστρώντας με το αγωνιστικό ποδηλατο-αυτοκινητάκι μου. Από αυτήν την άποψη τα 80κάτι τετραγωνικά του χώρου μου φαίνονταν ατελείωτα. Ατελείωτο μου φάνηκε βέβαια και εκείνο το βράδυ του 1981 που όλες οι πολυκατοικίες της Αθήνας άρχισαν να κουνιούνται ταυτόχρονα και εμείς μετακομίσαμε για λίγο στη μονοκατοικία του παππού και της γιαγιάς. Η πολυκατοικία μας ωστόσο άντεξε μια χαρά και το διαμέρισμα γέμισε σταδιακά με καινούργια πράγματα. Παιδικά έπιπλα από σουηδικό καπλαμά και πτυσσόμενα τραπέζια από φορμάικα, μασίφ καναπέδες με εμπριμέ σατέν υφάσματακαι μπρονζέ φωτιστικά με γυάλινα άνθη,ναίφ πίνακες ζωγραφικής με δέντρα και μαλακές μοκέτες σε παλ χρώματα, εισαγώμενα πλαστικά παιχνίδια και διάφανα μουράνο ζωάκια, φουτουριστικές γιαπωνέζικες τηλεοράσεις και μεταλλικά στερεοφωνικά με μπλε λαμπάκια,ιλουστρασιόν βιβλία τέχνης και αφίσες από παιδικά εβδομαδιαία περιοδικά, αντιγραμμένες κασέτες μουσικής και δισκέτες υπολογιστή διαμέτρου 5 και 1/4.