Της Κατερίνας Σχινά
Θα φτιάξουμε, λοιπόν, την ιδανική βιβλιοθήκη της δεκαετίας του ’80. Θα φτιάξουμε, σαν να λέμε, τη βιβλιοθήκη της νιότης μας. Εκείνη που στήσαμε με τα πρώτα κερδισμένα μας χρήματα, αφού είχαμε ξεκοκκαλίσει ό, τι υπήρχε και δεν υπήρχε στην οικογενειακή βιβλιοθήκη, τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι, τον Καζαντζάκη και τον Σταντάλ, ολόκληρη τη γενιά του ’30 στις μικρού σχήματος, χαρτόδετες εκδόσεις της «Εστίας», τον Σεφέρη (σε ένα τόμο) και τον Ελύτη (συλλογή τη συλλογή) από τον Ίκαρο, αφού είχαμε ξεμπερδέψει με τα μαρξιστικά πασαλείμματα και τις θεωρητικές πολιτικές ακροβασίες των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης. Όχι πως δεν είχε ήδη δείξει ο εκδοτικός χώρος σπάνια αντανακλαστικά – σημειωτική και ψυχανάλυση από τις εκδόσεις Χατζηνικολή (που δεν υπάρχουν πια), λίγος λίγος ο Φρόιντ από τις εκδόσεις Επίκουρος (που δεν υπάρχουν πια), Φουκώ και Μπαρτ από τις εκδόσεις Ράππα, ως και Βίτγκενσταϊν (το Tractatus) από τις εκδόσεις Παπαζήση – από τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Όμως η έκρηξη (πριν από την διόγκωση των επόμενων δεκαετιών), σημειώνεται εκείνη την παράξενη, τη θολή, την υποσχετική και συνάμα μετέωρη δεκαετία, τη δεκαετία ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, ανάμεσα στις φτηνές, γεμάτες τυπογραφικά λάθη, αδέξιες μεταφραστικά αλλοτινές εκδόσεις και σ’ εκείνες που επενδύουν είτε στην παράδοση και την πείρα, είτε στο ανανεωμένο παράδειγμα ενός Φίλιππου Βλάχου, είτε σε μια γεμάτη αυτοπεποίθηση και νεανικό σφρίγος εφόρμηση προς ανεξερεύνητες οδούς.